πατέριον

English (LSJ)

τό, Dim. of πατήρ, little father, Luc. Nec.21.

German (Pape)

[Seite 534] τό, dim. von πατήρ, Väterchen, Luc. Menipp. 21.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit père.
Étymologie: dim. de πατήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατέριον -ου, τό [πατήρ] vadertje.

Russian (Dvoretsky)

πᾰτέριον: τό батюшка Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτέριον: τό, ὑποκορ. τοῦ πατήρ, μικρὸς πατήρ, Λουκιαν. Νεκυομ. 21.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(υποκορ. του πατήρ) πατερούλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλητ. πάτερ του πατήρ + υποκορ. κατάλ. -ιον).

Greek Monotonic

πᾰτέριον: τό, υποκορ. του πατήρ, μικρός πατέρας, σε Λουκ.

Middle Liddell

πᾰτέριον, ου, τό, [Dim. of πατήρ
little father, Luc.