παυράς

English (LSJ)

παυράδος, poet. fem. of παῦρος, Nic. Th.210.

German (Pape)

[Seite 537] άδος, η, bes. poet. fem. zu παῦρος, Nic. Th. 210, Gegensatz von δολιχή.

Greek (Liddell-Scott)

παυράς: -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ παῦρος, Νικ. Θηρ. 210.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
(μτγν·) μικρή, λίγη, βραχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. του θηλ. του επίθ. παῦρος.