παχύσωμος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει παχύ σώμα, ο σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -σωμος (< σώμα), πρβλ. μεγαλό-σωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Π. Γ. Καλκανδή].