ὁ, Dor. for πηός:—hence παόω, in aor. Pass., become a πηός, Alc.Supp.23.6 (p.26 Lobel).
[Seite 466] ὁ, dor. = πηός.
πᾱός: ὁ дор. = πηός.
πᾱός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ πηός.
ὁ, Α(δωρ. τ.) βλ. πηός.