παύσυβρις

English (LSJ)

ι, checking insolence, cj. in A.Fr.360.

Greek Monolingual

-ι, Α
(πιθ. ανάγν.) αυτός που αναχαιτίζει, που εμποδίζει την ύβρι, την αυθάδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ὕδρις].