fut. Med. of πείθω.II fut. of πάσχω.
f. Moy. de πείθω;f. de πάσχω.
πείσομαι:I fut. med. к πείθω.II fut. к πάσχω.
πείσομαι: μέσος μέλλ. τοῦ πείθω. ΙΙ. ἀμώμαλος μέλλ. τοῦ πάσχω.
see (1) πάσχω.—(2) πείθω.
πείσομαι:I. Μέσ. μέλ. του πείθω.II. ανώμ. μέλ. του πάσχω.
πείσομαι indic. fut. med. van πάσχω.πείσομαι indic. fut. med. van πείθω.