πείσομαι

English (LSJ)

fut. Med. of πείθω.
II fut. of πάσχω.

French (Bailly abrégé)

f. Moy. de πείθω;
f. de πάσχω.

Russian (Dvoretsky)

πείσομαι:
I fut. med. к πείθω.
II fut. к πάσχω.

Greek (Liddell-Scott)

πείσομαι: μέσος μέλλ. τοῦ πείθω. ΙΙ. ἀμώμαλος μέλλ. τοῦ πάσχω.

English (Autenrieth)

see (1) πάσχω.—(2) πείθω.

Greek Monotonic

πείσομαι:I. Μέσ. μέλ. του πείθω.
II. ανώμ. μέλ. του πάσχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πείσομαι indic. fut. med. van πάσχω.
πείσομαι indic. fut. med. van πείθω.