πεδιοφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, guard of an estate, PFay.113.4 (100 A.D.), PLond.2.189.20 (ii A. D.), etc.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
ο φύλακας τών αγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + φύλαξ.