πελεκανόμορφα

Greek Monolingual

τα
ζωολ. τάξη υδρόβιων πτηνών που περιλαμβάνει τους πελεκάνους, τις σούλες, τους κορμοράνους κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pelecaniformes (< πελεκάνος + forme «μορφή»)].