πελεκητής

English (LSJ)

πελεκητοῦ, ὁ, hewer of wood or stone, Glossaria, restd. in IG12.349.20.

German (Pape)

[Seite 550] ὁ, der das Holz Zuhauende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πελεκητής: -οῦ, ὁ, ὁ πελεκῶν ξύλα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α πελεκώ
αυτός που πελεκά ξύλα.