πελλία

English (LSJ)

σπέλεθοι, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σπέλεθοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το σπέλεθος (πρβλ. πέλεθος)].