πελτίον

English (LSJ)

τό, Dim. of πέλτη ΙΙ, Men. Pk.202.

Greek Monolingual

τὸ, Α πέλτη
υποκορ. του πέλτη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελτίον -ου, τό [πέλτη] speertje.