πενέστερος

English (LSJ)

πενέστ-ατος, Comp. and Sup. of πένης.

French (Bailly abrégé)

Cp. de πένης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενέστερος comp. van πένης.

Russian (Dvoretsky)

πενέστερος: compar. к πένης I.

Greek (Liddell-Scott)

πενέστερος: -τατος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ πένης.

Greek Monotonic

πενέστερος: -τατος, συγκρ. και υπερθ. του πένης.