πεννώδη

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη βακιλλαριοφυκών, τα μέλη της οποίας χαρακτηρίζονται από αμφίπλευρη συμμετρία και ακτινωτό διάκοσμο τών θυρίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pennales < λατ. penna «φτερό»].