πεντάοζος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, having five knots, Thphr. HP 1.8.3.

German (Pape)

[Seite 557] fünfästig, fünfzackig, s. πέντοζος.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάοζος: -ον, ὁ ἔχων πέντε ὄζους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 3· ἴδε πέντοζος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. πέντοζος.