πεντάπυλος

English (LSJ)

πεντάπυλον, with five gates: τὰ Π., a quarter of Syracuse, Plu.Dio 29.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάπῠλος: -ον, ὁ ἔχων πέντε πύλας, τὰ Π., μέρος τῆς πόλεως τῶν Συρακουσῶν, Πλουτ. Δίων 29.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάπυλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε πύλες
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεντάπυλα
τμήμα της πόλης τών Συρακουσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. επτά-πυλος].