πεντάχα

English (LSJ)

χείρ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάχα: ἡ· «ἡ χεὶρ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «χείρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το πέντε (πρβλ. πένταχα, πενταχῇ, πενταχοῦ)].