Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἡ χείρ, Hsch.
πεντάχα: ἡ· «ἡ χεὶρ» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «χείρ».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το πέντε (πρβλ. πένταχα, πενταχῇ, πενταχοῦ)].