πενταπύργιον

Greek (Liddell-Scott)

πενταπύργιον: τό, τὸ ἔχον πέντε πύργους φρούριον, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 70. 580. 767. ἔκδ. Β.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
φρούριο με πέντε πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + πύργος.