πεπιθήσω

English (LSJ)

v. πείθω.

French (Bailly abrégé)

f.ant. épq. de πείθω.

English (Autenrieth)

see πείθω.

Greek Monotonic

πεπῐθήσω: Επικ. αναδιπλ. υποτ. αορ. αʹ του πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πεπιθήσω: эп. fut. к πείθω.