πεποίθομεν

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. pf. épq. de πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πεποίθομεν: эп. (= πεποίθωμεν) 1 л. pl. pf. 2 conjct. к πείθω.

Greek (Liddell-Scott)

πεποίθομεν: Ἐπικ. ἀντὶ πεποίθωμεν, Ὀδ. Κ. 335.

Greek Monotonic

πεποίθομεν: Επικ. αντί πεποίθωμεν, αʹ πληθ. υποτ. παρακ. του πείθω.