πεπτός

English (LSJ)

πεπτή, πεπτόν, cooked, E.Fr.467.4; ἄλφιτα καὶ π. σῖτα PCair.Zen.698.1 (iii B. C.); ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ π. Plu.2.126d.

German (Pape)

[Seite 560] gekocht, verdau't, zu verdauen, verdaulich; Medic.; Ath.; Plut. de sanit. tuenda p. 382 nennt neben einander ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ πεπτά.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
cuit ou qu'on peut faire cuire.
Étymologie: πέσσω.

Russian (Dvoretsky)

πεπτός: adj. verb. к πέσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πεπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πέσσω (= πέττω, πέπτω): μεμαγειρευμένος, Εὐρ. Ἀποσπ. 470· ἐφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ π. Πλούτ. 2. 126D.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πέσσω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να χωνέψει
2. συνεκδ. ο μαγειρεμένος.