πεπόσθαι

English (LSJ)

v. πίνω. πέποσθε, πέποσχα, v. πάσχω.

Greek (Liddell-Scott)

πεπόσθαι: Παθ. πρκμ. ἀπαρ. τοῦ πίνω, Θέογν.

Greek Monotonic

πεπόσθαι: απαρ. Παθ. παρακ. του πίνω.