περάτωση
Greek Monolingual
η / περάτωσις, ΝΑ περατώ
αποπεράτωση, ολοκλήρωση κάποιου έργου
αρχ.
κατάληξη, άκρο («περατώσεις φλεβῶν», Αρετ.).
η / περάτωσις, ΝΑ περατώ
αποπεράτωση, ολοκλήρωση κάποιου έργου
αρχ.
κατάληξη, άκρο («περατώσεις φλεβῶν», Αρετ.).