περίδιο

Greek Monolingual

το, Ν (μυκητ.)
το εξωτερικό τοίχωμα ενός καρποφόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peridium (< πηρίδιον < πῆρα «θύλακος»)].