περίκλεισις
English (LSJ)
-εως, ἡ, enclosing all round, Theol.Ar.60.
Greek (Liddell-Scott)
περίκλεισις: -εως, ἡ, τὸ περικλείειν ὁλόγυρα, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 60.
-εως, ἡ, enclosing all round, Theol.Ar.60.
περίκλεισις: -εως, ἡ, τὸ περικλείειν ὁλόγυρα, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 60.