περίμηρος

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από τον μηρό («τοῖς περιμήροις τοῦ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μηρός.