περίπαρση

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. μορφή απολίνωσης που εφαρμόζεται σε αιμορραγούντα αγγεία και κατά την οποία το ράμμα περνάει με βελόνα γύρω από το αγγείο διά μέσου τών ιστών που το περιβάλλουν και στη συνέχεια σφίγγεται.