περίπολις
English (LSJ)
-εως, ὁ, ἡ, street-walker, vagrant, Phryn.Com. 33.
German (Pape)
[Seite 589] durch die Städte umherirrend, -ziehend, Landstreicher, als Comödiantentruppen u. dgl., Phryn. bei Poll. 7, 203, ὦ κάπραινα καὶ περίπολις καὶ δρομάς, u. Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
περίπολις: ἡ, ἡ τὰς ὁδοὺς περιερχομένη, πλανῆτις, ἐπὶ κοινῆς πόρνης, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Μούσαις» 3.
Greek Monolingual
-όλεως, ἡ, Α
αυτή που περιέρχεται τους δρόμους, πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πόλις.