περίφραξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, fencing round, Agath.2.20 (pl.), dub. in SIG1231.17 (Nicomedia, iii/iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 599] ἡ, das Einzäunen, Einschließen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίφραξις: ἡ, τὸ φράττειν ὁλόγυρα, Ἀμφιλόχ. σ. 52Β, Βίος Νείλου Νεωτ. σ. 75, 5.