ἡ, v. περαῖος.
[Seite 562] ἡ, s. περαῖος.
περαίη: ἡ ион. = περαία.
περαίη: ἡ, ἴδε ἐν λ. περαῖος.
ἡ, Α(ιων τ.) βλ. περαῖος.
περαίη: ἡ, βλ. περαῖος.
περαίη, ἡ, [v. περαῖος.]