περιέργως
French (Bailly abrégé)
adv.
avec une curiosité indiscrète.
Étymologie: περίεργος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. περίεργος.
Russian (Dvoretsky)
περιέργως: из праздного любопытства (ἐκπυνθάνεσθαι τὰς αἰτίας Plut.).
adv.
avec une curiosité indiscrète.
Étymologie: περίεργος.
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. περίεργος.
περιέργως: из праздного любопытства (ἐκπυνθάνεσθαι τὰς αἰτίας Plut.).