περιήχησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, resounding, echoing, Ph.2.159, Plu.Sull.19.

German (Pape)

[Seite 576] ἡ, das Umtönen, τῶν ὀρῶν ἀνταποδιδόντων τὴν περιήχησιν, Plut. Syll. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
retentissement autour.
Étymologie: περιηχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιήχησις -εως, ἡ [περιηχέω] echo.

Russian (Dvoretsky)

περιήχησις: εως ἡ отовсюду несущийся шум, раздающийся кругом гул (τῶν ὀρῶν Plut.).

Greek Monotonic

περιήχησις: -εως, ἡ, αντήχηση, αντίλαλος, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιήχησις: -εως, ἡ, ἀντήχησις, Φίλων 2.159, Πλουτ. Σύλλ. 19.

Middle Liddell

περιήχησις, εως,
a resounding, echoing, Plut.