Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
περιγελαστής
Greek Monolingual
ο, θηλ. περιγελάστρα, η, Ν αυτός που εμπαίζει και περιγελά τους άλλους, χλευαστής. [ΕΤΥΜΟΛ.<περιγελώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν του Karl Weigel].