περιεργαστέον

English (LSJ)

one must take pains, π. ἵνα… Antipho 2.4.3; οὐδὲν π. Plu.2.1004c.

Greek (Liddell-Scott)

περιεργαστέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ περιεργάζομαι, δεῖ περιεργάζεσθαι, π. ἵνα …, Ἀντιφῶν 119. 31· οὐδὲν π. Πλούτ. 2. 1004D.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de περιεργάζομαι.