περικάω
English (LSJ)
Att. for περικαίω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
περικάω: Ἀττ. ἀντὶ πρικαίω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. περικαίω.
Greek Monotonic
περικάω: Αττ. αντί περικαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κάω, Ion. περικαίω rondom in brand steken; overdr. opwinden: med.. τί ποτε... δεινῶς οὕτω περικάονται waarom ze toch zo vreselijk opgewonden zijn And. 2.2.