περικάω

English (LSJ)

Att. for περικαίω.

German (Pape)

[Seite 579] att. statt περικαίω.

Greek (Liddell-Scott)

περικάω: Ἀττ. ἀντὶ πρικαίω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. περικαίω.

Greek Monotonic

περικάω: Αττ. αντί περικαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κάω, Ion. περικαίω rondom in brand steken; overdr. opwinden: med.. τί ποτε... δεινῶς οὕτω περικάονται waarom ze toch zo vreselijk opgewonden zijn And. 2.2.