περικαλίνδησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, rolling about, Plu.2.919a (pl.).
German (Pape)
[Seite 578] ἡ, = περικυλίνδησις, Plut. qu. nat. 28.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de rouler autour.
Étymologie: περί, καλινδέομαι.
Russian (Dvoretsky)
περικᾰλίνδησις: εως ἡ перекатывание, катание Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περικᾰλίνδησις: ἡ, = περικυλίνδησις, Πλούτ. 2. 919Α.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α
περιστροφή, περικυλίνδησις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καλίνδησις «κύλισμα»].