περικαχλάζω

Greek (Liddell-Scott)

περικαχλάζω: καχλάζω ὁλόγυρα, Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, 1. 165, 6. ἔκδ. Λ.

Greek Monolingual

Μ
κοχλάζω ολόγυρα.