Dor. for περιμήκης.
περιμᾱ́κης Dor. voor περιμήκης.
περιμάκης: (ᾱ) дор. = περιμήκης.
περιμάκης: Δωρ. ἀντὶ περιμήκης.
-ίμακες, Αβλ. περιμήκης.
περιμάκης: [ᾱ], Δωρ. αντί περι-μήκης.