περιμάκης

English (LSJ)

Dor. for περιμήκης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιμᾱ́κης Dor. voor περιμήκης.

Russian (Dvoretsky)

περιμάκης: (ᾱ) дор. = περιμήκης.

Greek (Liddell-Scott)

περιμάκης: Δωρ. ἀντὶ περιμήκης.

Greek Monolingual

-ίμακες, Α
βλ. περιμήκης.

Greek Monotonic

περιμάκης: [ᾱ], Δωρ. αντί περι-μήκης.