att. = περιπάσσω.
περιπάττω: атт. = περιπάσσω.
περιπάττω: Ἀττ. ἀντὶ περιπάσσῳ.
Α(αττ. τ.) βλ. περιπάσσω.
περι-πάττω, Ion. περίπασσω rondom besprenkelen.