περιπάττω

German (Pape)

att. = περιπάσσω.

Russian (Dvoretsky)

περιπάττω: атт. = περιπάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

περιπάττω: Ἀττ. ἀντὶ περιπάσσῳ.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. περιπάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πάττω, Ion. περίπασσω rondom besprenkelen.