περιπεπλεγμένος

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με περίπλοκο τρόπο
2. σε στενό εναγκαλισμό, περιπλέγδην
3. (κατά το λεξ. Σούδα) σε σπείρες, με ελικοειδή τρόπο, σπειρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. περιπεπλεγμένος του παθ. παρακμ. του περιπλέκω.