περισσόνοος

English (LSJ)

περισσόνοον, eminent for understanding, Opp.H.3.12, Nonn.D. 5.222.

German (Pape)

[Seite 592] zsgzgn περισσόνους, von ausnehmendem, vorzüglichem Geiste, Verstande; Opp. Hal. 3, 12; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

περισσόνοος: -ον, ἔξοχος τὸν νοῦν, Ὀππ. Ἁλ. 3. 12, Νόνν. Δ. 5. 222.