περιφλύω

English (LSJ)

v. περιφλεύω.

German (Pape)

[Seite 599] ringsum verbrennen, versengen, vom Blitze, Ar. Nubb. 395, wie περιφλεύω.

French (Bailly abrégé)

brûler en partie.
Étymologie: c. περιφλεύω.

Russian (Dvoretsky)

περιφλύω: (ῡ) обжигать, опалять (τοὺς ζῶντας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

περιφλύω: ἴδε περιφλεύω.

Greek Monolingual

Α
1. (για κεραυνό) απανθρακώνω
2. (για την ράβδο του Ααρών) κάνω να βλαστήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. του περιφλεύω].

Greek Monotonic

περιφλύω: βλ. περιφλεύω.