περιφορέω
English (LSJ)
= περιφέρω (carry around), Hdt.2.48.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
περιφορέω: περιφέρω, Ἡρόδ. 2. 48, Εὐστ. Πονημάτ. 13. 9.
Russian (Dvoretsky)
περιφορέω: Her. = περιφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφορέω [περιφέρω] ronddragen.