[ᾰ], τό, poet. for πέταλον, Nic.Th.628, 638.
[Seite 604] τό, poet. statt πέταλον, Nic. Ther. 629. 639.
πετάλειον: τό, ποιητ. ἀντὶ πέταλον, Νικ. Θηρ. 628, 638.
τὸ, Α πέταλοντο πέταλο.