-η, -ο, Ναυτός που έχει σχήμα πετάλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλο + -σχημος (< σχήμα), πρβλ. καρδιό-σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Γ. Λαμπάκη].