πετασώδης

English (LSJ)

πετασῶδες, hat-shaped, σπερμάτων φύσις Phan. Hist. 27; φύλλον Dsc.4.107.

German (Pape)

[Seite 605] ες, wie πετασίτης, hutförmig, schirmförmig, doldenförmig, bes. mit schirmförmigen Blätteen od. Doldenblüthen, Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πετᾰσώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων φύλλα ὅμοια κατὰ τὸ σχῆμα πρὸς πέτασον, ἐπὶ φυτῶν τινων (πρβλ. πετασίτης), Φανίας παρ’ Ἀθην. 371D.

Greek Monolingual

-ες, Α πέτασος
όμοιος με πέτασο.