πετράμεινος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, Boeot. for τετράμηνος, IG7.3172.115 (Orchom. Boeot.).

Greek (Liddell-Scott)

πετράμεινος: τρίτα (= τετράμηνος τρίτη), Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ Βοιωτ. Bul. de cor. hel. IV, σ. 4. 5.

Greek Monolingual

Α
(βοιωτ. τ.) βλ. τετράμηνος.