πετρογαλή

Greek Monolingual

η, Ν
μικρόσωμο καγκουρώ που ζει στις βραχώδεις περιοχές της Αυστραλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petrogale < πέτρα + γαλή. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].