πεφυῶτες, v. φύω.
πεφυυῖα: эп. part. pf. f к φύω.
πεφυυῖα: πεφυῶτες, ἴδε ἐν λ. φύω.
see φύω.
πεφῠυῖα: Επικ. αντί πεφῡκυῖα, θηλ. μτχ. παρακ. του φύω· πληθ. αρσ. πεφῠῶτες αντί πεφῡκότες.