πεφυυῖα

English (LSJ)

πεφυῶτες, v. φύω.

Russian (Dvoretsky)

πεφυυῖα: эп. part. pf. f к φύω.

Greek (Liddell-Scott)

πεφυυῖα: πεφυῶτες, ἴδε ἐν λ. φύω.

English (Autenrieth)

see φύω.

Greek Monotonic

πεφῠυῖα: Επικ. αντί πεφῡκυῖα, θηλ. μτχ. παρακ. του φύω· πληθ. αρσ. πεφῠῶτες αντί πεφῡκότες.