πεύσομαι

English (LSJ)

fut. of πυνθάνομαι.

French (Bailly abrégé)

f. de πυνθάνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεύσομαι indic. fut. van πεύθομαι en πυνθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

πεύσομαι: fut. к πυνθάνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

πεύσομαι: μέλλ. τοῦ πυνθάνομαι.

English (Autenrieth)

see πυνθάνομαι.

Greek Monotonic

πεύσομαι: μέλ. του πυνθάνομαι· Δωρ. πευσοῦμαι.