πηλοεργίη

English (LSJ)

ἡ, v. πηλουργία.

German (Pape)

[Seite 610] ἡ, ion. statt πηλο υργία (?).

Greek (Liddell-Scott)

πηλοεργίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ πηλουργία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. πηλουργία.